- γιάση
- ηίαση, θεραπεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις, το γ- από τη συνίζηση τού συμπλέγματος ια - (πρβλ. ιατρός -γιατρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek